- ηλιόλουτρο
- [илиодутро] ουσ. о. солнечнаяend вана.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ηλιόλουτρο — το ιατρ. η έκθεση μέρους ή ολόκληρου τού σώματος στον ήλιο για θεραπευτικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ηλιόλουτρα μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ από τον Νικόλ. Επισκοπόπουλο] … Dictionary of Greek
ηλιόλουτρο — το ηλιοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek